Η έννοια της «παράδοσης», ως και της πολιτιστικής κληρονομιάς, μας παραπέμπει άμεσα στο παρελθόν, στα στοιχεία εκείνα του πολιτισμού, τα οποία υπάρχουν σ’ όλες τις κοινωνίες και μεταδίδονται από τη μια γενιά στην άλλη. Ο όρος «παράδοση», σύμφωνα με τις απόψεις των διαφόρων μελετητών, είναι ο καταλληλότερος για τον προσδιορισμό των στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού, που μεταδίδονται από τη μια γενιά στην άλλη και στηρίζονται κυρίως στην ανωνυμία και στην προφορικότητα, στην συλλογική μνήμη, στον κοινωνικό έλεγχο, στην συλλογική επεξεργασία και διάδοση και υπόκεινται σε δημιουργική αξιοποίηση.
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της πολιτισμικής συνέχειας και παράδοσης του ελληνικού λαού είναι και ο λαϊκός παραδοσιακός χορός. Ο χορός ήταν και είναι στενά συνδεδεμένος με την παραδοσιακή ζωή του λαού μας. Ίσως το βασικότερο μέσο έκφρασης της χαράς και της ανθρώπινης επικοινωνίας. Οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της προϊστορίας και αποτελεί την πρωταρχικότερη καλλιτεχνική έκφραση του ανθρώπου, σαν αποτέλεσμα ενός εκτάκτου συγκινησιακού γεγονότος. Ξεκίνησε από τις μαγικοθρησκευτικές τελετές, για να καταλήξει μια τελετουργική εκδήλωση με έντονα κοινωνικά στοιχεία.
Ο χορός εκφράζει συνολικά και συνθετικά την ανθρώπινη ύπαρξη, αφού ενοποιεί νου, καρδιά και σώμα. Υπήρξε δε στην παραδοσιακή κοινωνία το απαραίτητο συμπλήρωμα των θρησκευτικών γιορτών, των πανηγυριών αλλά και των ευχάριστων στιγμών της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής (γάμος, βάπτιση, ονομαστικές γιορτές κλπ.). Ο χορός λοιπόν συνιστούσε και συνιστά μια από τις κυριότερες εκφράσεις της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής ζωής. Η εκμάθησή του πραγματοποιούνταν μέσα από «παραδοσιακές» όπως συνηθίζονται να αποκαλούνται διαδικασίες, μέσα δηλαδή από τη συνεχή παρακολούθηση από τα παιδιά και τους νέους εκείνων που χόρευαν και χορεύουν σε κάθε περίσταση, όπως, για παράδειγμα, σε πανήγυρεις, σε γάμους σε βαφτίσια, στις εθνικές και ονομαστικές εορτές κ.ά..
Η βιομηχανική επανάσταση, η οποία και εκφράστηκε στην Ελλάδα με τη μορφή της αστικοποίησης καθώς και η μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή, επέφεραν μεγάλες αλλαγές στις παραδοσιακές κοινότητες. Εξαιτίας των μεγίστων αυτών κοινωνικοοικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων, συντέλεσαν στη σταδιακή υποχώρηση των στοιχείων του λαϊκού μας πολιτισμού. Έτσι εγκαταλείφθηκαν τα έθιμα, οι τελετουργίες, οι εκδηλώσεις του εορτολογίου που διαμορφώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και έζησαν για εκατοντάδες χρόνια λειτουργώντας και εξυπηρετώντας τις ανάγκες των Ελλήνων με αποτέλεσμα ο παραδοσιακός χορός να αρχίσει να χάνεται. Για τον λόγο αυτό αναπτύχτηκε το ενδιαφέρον για αναζήτηση, διατήρηση, αλλά και προστασία των στοιχείων του παρελθόντος και της παράδοσης.
Σήμερα το κενό αυτό της παράδοσης από γενιά σε γενιά το αναπληρώνει η διδασκαλία του παραδοσιακού χορού, από ανάγκη να μην διακοπεί η χορευτική παράδοση, η οποία αποτελούσε σημαντικό λειτουργικό στοιχείο κοινωνικής συνοχής και ταυτότητας. Τον παραδοσιακό χορό πρέπει να τον δούμε σαν φορέα αξιών ενός ολόκληρου πολιτισμού, του παρελθόντος, σαν μέσο για να δει κανείς τον κόσμο με άλλα μάτια το μέλλον, σαν εναλλακτικό τρόπο να γλεντάει κανείς και να ζει στο παρόν. Με άλλα λόγια εάν σταματήσει ο παραδοσιακός χορός να διδάσκεται θα διαφοροποιηθεί η συμπεριφορά του νεοέλληνα και θα μεταλλαχθεί όχι μόνο ο χορός του αλλά και η κοινωνική συμπεριφορά του εν γένει σ΄ όλες τις εθιμικές του εκδηλώσεις.
* Η Τζέλα Λούκη είναι υποψήφια δημοτική σύμβουλος Δήμου Αχαρνών με την παράταξη «Για την Πόλη μας»