Μέρες σαν την σημερινή, μοιάζει σαν να σταματά ο χρόνος για να μας προσκαλέσει σ’ ένα ταξίδι μνήμης, ένα ταξίδι ζωής, ένα ταξίδι τιμής. Βρισκόμαστε στο 1939. Ο εφιάλτης ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου, 21 χρόνια μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, όπως λένε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, στοιχειώνει το μέλλον του κόσμου.
Χίτλερ και Μουσολίνι προετοιμάζουν το έδαφος για να πάρουν με τη βία, το αίμα και το σίδερο τον πλούτο άλλων λαών. Τον Σεπτέμβριο του 1939 ο Χίτλερ παραβιάζει τα σύνορα της Πολωνίας και ο εφιάλτης γίνεται πραγματικότητα. Μέχρι τον Μάιο του 1940 οι χιτλερικές στρατιές έχουν νικήσει την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, τη Δανία, το Βέλγιο, τη Γαλλία και έχουν πετάξει τους Άγγλους στη θάλασσα. Η Ρουμανία και η Βουλγαρία έχουν συμμαχήσει με την Γερμανία ενώ η Αλβανία είναι πια μια ιταλική αποικία.
Οι Έλληνες ξέρουν τι έρχεται. Ο Μεταξάς, έμπειρος στρατιωτικός, επιδιώκει και πετυχαίνει να δεσμευθεί η Τουρκία ότι αν η Βουλγαρία επιτεθεί στην Ελλάδα τότε τα τουρκικά στρατεύματα θα επιτεθούν στην Βουλγαρία. Συγχρόνως κατασκευάζει την περίφημη γραμμή Μεταξά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Τα οχυρά της γραμμής Μεταξά κατασκευάστηκαν από ελληνικό τσιμέντο ειδικής σύστασης που εφηύραν Έλληνες επιστήμονες του Πολυτεχνείου. Τα σχέδια φτιάχτηκαν από Έλληνες στρατιωτικούς και τα οχυρά χτίστηκαν από χέρια έμπειρων Ελλήνων εργατών που ήξεραν ότι από την δική τους δουλειά εξαρτιόταν η ζωή των φαντάρων μας. Δεν τους απογοήτευσαν. Άντεξαν στα πιο ισχυρά εκρηκτικά που διέθετε ο γερμανικός στρατός.
Αξίζει να πούμε ότι το μεγάλο αυτό κατασκευαστικό επίτευγμα που ήταν αποκλειστικά ελληνικό, αποδείχθηκε πολύ καλύτερο και αποτελεσματικότερο από την γραμμή Μαζινό. Γερμανοί ειδικοί το εξέτασαν και το αντέγραψαν. Είπαν μάλιστα ότι ο βουλγαρικός στρατός ποτέ δεν θα μπορούσε να παραβιάσει την γραμμή Μεταξά. Στις 15 Αυγούστου 1940, η “Έλλη” τορπιλίζεται στο λιμάνι της Τήνου από Ιταλικό υποβρύχιο. Η Ελλάδα ξέρει την αλήθεια από την πρώτη στιγμή αλλά κρατά την ψυχραιμία της γιατί δεν θέλει να δώσει καμία πρόφαση στους Ιταλούς. Η πλούσια και ισχυρή Ιταλία είναι πια ξεκάθαρο ότι θα επιτεθεί στην φτωχή Ελλάδα. Φτωχή αλλά έξυπνη. Λένε κάποιοι ότι οι Ιταλοί είχαν τα πάντα ενώ οι Έλληνες τίποτα. Κάνουν λάθος.
Οι Έλληνες, πάντοτε λιγότεροι από τους αντιπάλους τους, αναπληρώνουν την έλλειψη σε αριθμούς με την καλύτερη οργάνωση, την έξυπνη κατανομή δύναμης, την τεχνολογική υπεροχή και το υπέρτερο ηθικό. Οι έλληνες στρατηγοί ήξεραν ότι τα άρματα μάχης δεν ήταν χρήσιμα στα βουνά της Αλβανίας. Αντίθετα ήταν πολύτιμο το ορεινό πυροβολικό. Γι’ αυτό και έλληνας αξιωματικός του μηχανικού ανέλαβε και πέτυχε να κατασκευάσει το καλύτερο ορεινό πυροβόλο που υπήρχε στην Ευρώπη. Σήμερα εκτίθεται στο Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα. Σκεφθείτε, για μια στιγμή πώς ήταν η Ελλάδα πριν από 70 χρόνια. Ήταν μια φτωχή αγροτική χώρα. Δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, υπήρχαν λίγα μεταφορικά μέσα, ελάχιστα εργοστάσια και τα περισσότερα σπίτια ήταν πολύ ταπεινά, χωρίς ηλεκτρισμό ή τρεχούμενο νερό.
Το ραδιόφωνο ήταν μια πολυτέλεια, που όμως έφερνε νέα, μουσική, διασκέδαση και συμβάντα. Τα τηλέφωνα σπάνιζαν. Η νοσοκομειακή περίθαλψη ήταν προνόμιο λίγων κατοίκων των πόλεων και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση ήταν προνόμιο ελαχίστων. Η Ελλάδα προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από την μικρασιατική καταστροφή. Με ελάχιστα οικονομικά μέσα και μεγάλα δάνεια να ξεπληρώσει, προσπαθούσε σιγά-σιγά να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της. Δεν ήταν καθόλου εύκολο, επειδή οι χαμηλοί μισθοί και η εξίσου χαμηλή παραγωγικότητα επέτρεπαν πολύ μικρή αποταμίευση για επενδύσεις και ανάπτυξη.
Και όμως αυτή η Ελλάδα βροντοφώναξε ΟΧΙ! Και το είπε την ώρα που όλη η Ευρώπη είχε γονατίσει μπροστά στη Γερμανία και την Ιταλία, την ώρα που η Γαλλία είχε καταρρεύσει σε 3 εβδομάδες. «Ποιος είπε το όχι;». Το είπε ομόθυμα ο ελληνικός λαός από κάθε γωνία της Ελλάδας. Το πρόφερε ο Ιωάννης Μεταξάς. Το είπαν και οι δύο. Ο πρωθυπουργός και ο λαός. Το είπε η ιστορία μας. Το είπαν με τέτοιο πάθος, ώστε από την αρχή διαμορφώθηκε κατάσταση παλλαϊκού πολέμου, παραμερίστηκαν όλα τα άλλα προβλήματα και ρίχτηκαν όλοι στον αγώνα με ανυπέρβλητη έξαρση. Το ΟΧΙ αυτό είχε την ίδια σαφήνεια με το “μολών λαβέ”. Με αρετή, με τόλμη, με θάρρος, το φτωχό έθνος αντιστάθηκε στην υπερδύναμη. Ήταν θέμα ανεξαρτησίας, ελεύθερης σκέψης, ηθικής, αρχών, ιστορίας, ψυχικής δύναμης, προσωπικής θυσίας.
Το ιστορικό αυτό ΟΧΙ συσπείρωσε τους Έλληνες. Το έπος του ’40, με την Πίνδο, την Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο, έδειξε στον κόσμο ότι η ελευθερία είναι υπέρτατο αγαθό. Ο Καλαμάς, η Πίνδος και η Κορυτσά θα μείνουν οι αιώνιοι μάρτυρες της ανέλπιστης νίκης. Στις άγριες και απόκρημνες κορφές της Πίνδου γράφτηκε μια νέα αθάνατη και φωτεινή σελίδα της ιστορίας μας, γεννήθηκε μια καινούρια δόξα κι ένα υπέροχο μεγαλείο για την πατρίδα μας. Μέρα νίκης κι ελευθερίας η σημερινή μέρα!
Αυτή ήταν και θα είναι η μοίρα της Ελλάδας. Να υψώνει τρόπαια νίκης, να προσφέρει ολοκαυτώματα και εκατόμβες θυσιών, να μεγαλουργεί, να πρωτοστατεί στους αγώνες για κάθε ωραίο και αληθινό, να τολμά εκεί που δεν τολμούν οι άλλοι. Κι απ’ την αστραπή της δικής της λόγχης, να δανείζεται η ανθρωπότητα ελπίδα και θάρρος. Όταν ο πόλεμος ξεκίνησε και οι σειρήνες ήχησαν, οι Έλληνες δεν φοβήθηκαν. Φίλησαν το χέρι της μάνας, αποχαιρέτησαν παιδιά, γυναίκες, αδερφές. Με αγάπη για κείνους που άφησαν, με αγάπη και για κείνη, την πατρίδα, που πάνε να θυσιαστούν αν έτσι το φέρει η μοίρα. Δεν πήγαν στα βουνά της Αλβανίας από μίσος, πήγαν από αγάπη. Και δίπλα τους έστεκε η Παναγιά, η Πλατυτέρα των Ουρανών, εκείνη που προς τιμήν της γιορτάζουμε κάθε 15 Αυγούστου. Η Εκκλησία μας, όπως το όριζε η ιστορία και το χρέος στάθηκε δίπλα στα παιδιά της.
Επιτρέψτε μου να σας πω το διάγγελμα της Εκκλησίας της Ελλάδας προς τον ελληνικό λαό στις 28 Οκτωβρίου 1940. «Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά. Η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς και ο Πρόεδρος της Εθνικής ημών Κυβερνήσεως καλούν ημάς πάντας ίνα αποδυθώμεν εις Άγιον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αμυντικόν αγώνα. Η Εκκλησία ευλογεί τα όπλα τα ιερά, και πέποιθεν ότι τα τέκνα της Πατρίδος ευπειθή εις το κέλευσμα Αυτής και του Θεού, θα σπεύσουν εν μια ψυχή και καρδία να αγωνισθούν υπέρ βωμών και εστιών και της Ελευθερίας και τιμής, και θα συνεχίσουν ούτω την απ’ αιώνων πολλών αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσουν τον ωραίον θάνατον από την άσχημον ζωήν της δουλείας. Και μη φοβούμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι, ας φοβούμεθα δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απωλέσαι. Επιρρίψωμεν εις Κύριον την μέριμναν ημών και αυτός θα είναι βοηθός και αντιλήπτωρ εν τη αμύνη κατά της αδίκου επιθέσεως των εχθρών. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού και εν τη γενναιότητι και ανδρεία ημών μεγαλυνθησόμεθα. Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός είη μετά πάντων ημών»
Το δυνατό κρύο, η έλλειψη εφοδίων, η λάσπη και τα χιόνια, τα κρυοπαγήματα, η γάγγραινα και οι αρρώστιες, δεν τους λύγισαν. Με το κεφάλι ψηλά και με το τραγούδι στο στόμα κερδίζουν τις νίκες τη μια μετά την άλλη. Στις 21 Νοεμβρίου καταλαμβάνεται η Κορυτσά, στις 30 του ίδιου μήνα το Πόγραδετς, η Πρεμετή στις 4 Δεκεμβρίου, το Αργυρόκαστρο στις 8, οι Άγιοι Σαράντα στις 6 και η Χιμάρα στις 22 Δεκεμβρίου. Έκπληκτος όλος ο κόσμος παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων και θεωρεί τη νίκη των Ελλήνων ένα θαύμα. Είναι η πρώτη νίκη στον αγώνα εναντίον του Άξονα. Ο Δαβίδ νικά τον Γολιάθ. Ο Μουσολίνι κόμπαζε ότι θα πιει τον καφέ του στην Αθήνα μέσα σε 24 ώρες από την εισβολή. Πέρασαν μήνες, έχασαν χιλιάδες στρατιώτες, έριξαν τόνους πυρομαχικά, όμως δεν κατάφεραν τίποτα. Ακόμα και η μεγάλη εαρινή επίθεση, οδήγησε σε μια ακόμα ήττα τους Ιταλούς.
Νέα κύματα ενθουσιασμού πλημμυρίζουν τον ελεύθερο κόσμο. Στις αμερικάνικες εφημερίδες μπαίνουν πρωτοσέλιδα όπως: «Πολεμήσατε άοπλοι εναντίων πάνοπλων και νικήσατε. Δε γινόταν αλλιώς, γιατί είσαστε Έλληνες!». Ο Άγγλος πρωθυπουργός Ουϊστον Τσώρτσιλ δήλωσε: «Αν μέχρι τώρα λέγαμε ότι οι Έλληνες μάχονται σαν ήρωες, από τώρα θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Οι Έλληνες απειλούν να πετάξουν τους Ιταλούς στη θάλασσα. Διακυβεύονται πια πάρα πολλά. Έτσι ο Χίτλερ αποφασίζει να επέμβει γιατί θυμάται πάντα ότι και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η κατάρρευση της Γερμανίας ξεκίνησε από το μακεδονικό μέτωπο.
Στις 6 Απριλίου του 1941 επιτίθεται. Οι Έλληνες φαντάροι είναι και πάλι εκεί, για ν’ αντιμετωπίσουν τώρα έναν ισχυρότερο αντίπαλο. Και τα καταφέρνουν στην γραμμή Μεταξά. Όμως η Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε σε 6 μέρες, το ξαναλέω, σε 6 μέρες, και έτσι οι Γερμανοί κατόρθωσαν να παρακάμψουν τις αμυντικές μας γραμμές και να μπουν στη Θεσσαλονίκη. Λίγες μέρες αργότερα έμπαιναν στην Αθήνα. Και τότε γράφτηκε η δεύτερη μεγάλη εποποιϊα του έθνους μας. Η Μάχη της Κρήτης. Οι Γερμανοί περίμεναν ότι θα έκαναν έναν περίπατο στη μεγαλόνησο. Αντί γι’ αυτό συνάντησαν την πιο σκληρή αντίσταση που είχαν μέχρι τότε βρει μπροστά τους. Όλοι οι Κρητικοί, ακόμα και άοπλοι κρατώντας μόνο τις κατσούνες τους, πολέμησαν. Η Ελλάδα έπεσε τον Μάιο του 1941 έχοντας κρατήσει περισσότερο απ’ ότι κράτησε μια ολόκληρη Γαλλία. Οι Γερμανοί έχασαν για πάντα το επίλεκτο σώμα των αλεξιπτωτιστών και καθυστέρησαν την εισβολή στη Ρωσία. Γι’ αυτό ο ίδιος ο Στάλιν όταν οι Ρώσοι κατάφεραν να σταματήσουν τα γερμανικά τανκς μπροστά στη Μόσχα, ευχαρίστησε τους Έλληνες γιατί ανάγκασαν τους Γερμανούς να ξοδέψουν τους μήνες της Άνοιξης στην Ελλάδα. Γιατί ήταν αυτοί ακριβώς οι μήνες που τους έλειψαν όταν έφτασαν μπροστά στη Μόσχα και τους έπιασε ο φοβερός ρωσικός χειμώνας.
Η Ελλάδα όμως βρέθηκε υπό τη γερμανική κατοχή. Οι στιγμές ήταν τραγικές. Δυστυχία, πείνα, χιλιάδες νεκροί, χιλιάδες πατριώτες στα αποσπάσματα. Το φρόνημα όμως του λαού μας δεν κάμφθηκε. Ο αγώνας συνεχίστηκε. Οργανώθηκε η εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, που κινητοποίησε το λαό, τον οργάνωσε, του ξανάδωσε την πίστη στη νίκη κι αγωνίστηκε ηρωικά και με συνέπεια κατά των κατακτητών. Μαχητικές διαδηλώσεις στις πόλεις, οργανώσεις για την αντιμετώπιση της πείνας και τη φυγάδευση καταδιωκόμενων αγωνιστών και, τέλος, σκληρός αντάρτικος αγώνας στα βουνά, ήταν οι μορφές πάλης της Εθνικής Αντίστασης.
Μια λεύτερη Ελλάδα δημιουργήθηκε και οργανώθηκε. Οι αγωνιστές του ’40 δίδαξαν με τις πράξεις και τις θυσίες τους ότι η νίκη δεν ανήκει πάντα στους πολλούς. Ανήκει σ’ αυτούς που έχουν δίκιο. Ανήκει σ’ αυτούς που έχουν τη δύναμη ν’ αψηφούν το θάνατο και να προσφέρουν τη ζωή τους ποτίζοντας με το αίμα τους το δέντρο της λευτεριάς. Για μια ακόμα φορά άφθονο, θερμό και ανυπόταχτο νεανικό αίμα των παιδιών της έβαψε τα ιερά μας χώματα. Και τι ακολούθησε την μέρα της οριστικής νίκης εναντίον του Άξονα; Ενώ η Ευρώπη προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της εμείς εδώ στην δύσμοιρη Ελλάδα, βυθιζόμασταν στον εμφύλιο πόλεμο. Αντί να χτίζουμε, γκρεμίζαμε. Αντί να επουλώσουμε τις πληγές, ανοίξαμε καινούργιες. Η διχόνοια για μια ακόμα φορά κυριάρχησε. Τείχη αξεπέραστα υψώθηκαν ανάμεσα στο λαό και χώρισαν αδέρφια από αδέρφια, γονείς από παιδιά. 4 ολόκληρα χρόνια η πατρίδα πνίγηκε μέσα στο δικό της αίμα.
Κι όταν τελείωσε, χιλιάδες παιδιά της έφυγαν και πήγαν σε ξένη γη. Κάποιοι γύρισαν 40 χρόνια μετά κάποιοι όμως δεν γύρισαν ποτέ. Ο φανατισμός και η διχόνοια οδήγησαν το έθνος μας στη μεγαλύτερη καταστροφή που είχε ζήσει μετά το 1922. Γι’ αυτό και όσοι κηρύσσουν τη διχόνοια, όσοι προσπαθούν να μας χωρίσουν, όσοι προσπαθούν να υψώσουν νέα τείχη μεταξύ μας, μόνο κακό κάνουν και σε μας και στον τόπο μας.
Συμπολίτες και συμπολίτισσες, ήταν οι παππούδες μας εκείνοι που πήγαν με το χαμόγελο στα χείλη, με την ήρεμη αποφασιστικότητα εκείνου που γνωρίζει ότι έχει δίκιο και ξέρει ότι δεν πρόκειται να κάνει ούτε βήμα πίσω. Ήταν οι παππούδες μας εκείνοι που μέσα σε μια μέρα από φιλήσυχοι άνθρωποι που δούλευαν όλη μέρα για την οικογένειά τους, έγιναν φοβεροί πολεμιστές και ανίκητοι ήρωες. Ήταν οι παππούδες μας εκείνοι που συνέτριψαν τις φασιστικές δυνάμεις δίνοντας το πρώτο μήνυμα νίκης μετά από δυο χρόνια ήττας και καταστροφών.
Σήμερα λοιπόν, τα παιδιά μας κρατώντας ψηλά την ελληνική σημαία παρελαύνουν υπερήφανα τιμώντας το έθνος μας. Γιατί το έθνος δεν αποτελείται μόνο από τη σημερινή γενιά αλλά από όλες τις γενιές πέρα από τον χρόνο και τον χώρο. Γενιές που τίμησαν και έχυσαν το αίμα τους για την γαλανόλευκη. Συμπολίτες και συμπολίτισσες, κάθε φορά που βλέπω τα παιδιά μας να παρελαύνουν αισθάνομαι συγκίνηση, περηφάνια και χαρά. Κάθε φορά που βλέπουμε την ελληνική σημαία να ανεμίζει υπερήφανη στα χέρια των καλύτερων μαθητών μας, είμαι βέβαιος ότι όλοι μοιραζόμαστε τα ίδια αισθήματα.
Στα μάτια των παιδιών μας βλέπουμε την ελπίδα του μέλλοντός μας, στην αγέρωχη κορμοστασιά τους βλέπουμε την λαμπρή συνέχεια του έθνους μας και στις συντονισμένες τους κινήσεις την υπόσχεση ότι η ενότητα προέχει κάθε ατομικού συμφέροντος. Συμπολίτες και συμπολίτισσες, ζούμε την μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ιστορία μας όχι μόνο ως έθνος αλλά και τοπικά αφού τώρα θα κριθεί το μέλλον του νέου μεγάλου Δήμου, της νέας μεγάλης πατρίδας μας.
Ας εμπνευστούμε από το παρελθόν μας. Να σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά, να πιστέψουμε, να αγωνιστούμε. Θα βγούμε από την κρίση πιο ισχυροί. Και σ’ αυτή την προσπάθεια ο νέος μεγάλος μας Δήμος μπορεί και πρέπει να είναι πρωταγωνιστής. Θα πετύχουμε αρκεί να είμαστε ενωμένοι, να μην αφήσουμε τείχη να υψωθούν ανάμεσά σας και να προχωρήσουμε στη μάχη όπως το έκαναν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Εκείνοι κρατούσαν την ασπίδα τους για να υπερασπιστούν τον διπλανό τους, όχι τον εαυτό τους. Έτσι θέλουμε και τον νέο μεγάλο Δήμο μας, να υπερασπίζεται κάθε δημότη, να μην αφήσει κανέναν πίσω.
Σας ευχαριστώ. Χρόνια πολλά.